πρημάς

πρημάς
πρημάς, πρημνάς
Grammatical information: f.
Meaning: name of a (young) tunny-fish (Pl. Com., Nicoch., Opp.)
Other forms: also πριμάδες, -άδιαι (Arist.), πρῆμναι (H.) pl.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Of the many names of the tunny treats Strömberg Fischn. 126ff.; s. also Thompson Fishes s.v. -- Furnée 245 considers the variation ν\/zero as a Pre-Greek phenomenon.
Page in Frisk: 2,594

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρημνάς — και πρημάς, άδος, ἡ, Α είδος θύννου, τού ψαριού τόννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά με διάφορες μορφές: πρημνάς, πρημάς, πρήμη, πρήμνη, πριμαδία, πριμάς, χωρίς να μπορεί να εξακριβωθεί ούτε η αρχαιότητα ούτε η ορθότητά τους] …   Dictionary of Greek

  • πρημαδίη — ἡ, Α ονομασία ποικιλίας ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελεί παρ. ενός αμάρτυρου *πρημάς, άδος (με επίθημα άς που απαντά και σε άλλες συγγενείς νοηματικώς λ., πρβλ. ἐριν άς, ἰσχ άς, κατιν άς). Η σύνδεση τής λ. με τον τ. πρημνάς*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”